καπετανάτο

καπετανάτο
καπετανάτο, το και καπετανλίκι, το
στην τουρκοκρατία σήμαινε το αξίωμα του καπετάνιου, του αρχηγού αρματολών, και την περιοχή της δικαιοδοσίας του: Έκαμε την έκταση αυτή δικό του καπετανάτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καπετανάτο(ν) — το (επί τουρκοκρατίας) 1. το αξίωμα και η δικαιοδοσία τού καπετάνιου, τού οπλαρχηγού 2. η εδαφική περιοχή όπου ασκούσε την εξουσία του ο καπετάνιος 3. ασύδοτη και καταπιεστική διοίκηση («καπετανάτο έχουμε εδώ πέρα;») 4. συν. στον πληθ. τα… …   Dictionary of Greek

  • γρίβας — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Αγωνίστηκε υπό τις διαταγές του Μακρυγιάννη και διακρίθηκε στις μάχες του Μαραθώνα, του Ωρωπού και της Αθήνας. 2. Δημήτριος. Ιερέας και Φιλικός. Μαζί με τον επίσκοπο Μεθώνης… …   Dictionary of Greek

  • καπετανλίκι — το 1. το αξίωμα και η δικαιοδοσία τού καπετάνιου 2. το σύνολο τών καπετάνιων, το καπετανάτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπετάν(ιος) + λίκι*] …   Dictionary of Greek

  • αρματολοί και κλέφτες — Στρατιωτικά σώματα όπου ήταν οργανωμένοι οι Έλληνες κατά την τουρκοκρατία, τα οποία έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στον αγώνα για την ανεξαρτησία. Τα πρώτα σώματα που δημιουργήθηκαν αμέσως μετά την τουρκική κατάκτηση ήταν των αρματολών. Τα στελέχωσε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”