- καπετανάτο
- καπετανάτο, το και καπετανλίκι, τοστην τουρκοκρατία σήμαινε το αξίωμα του καπετάνιου, του αρχηγού αρματολών, και την περιοχή της δικαιοδοσίας του: Έκαμε την έκταση αυτή δικό του καπετανάτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.